δειγματοάρτης

English (LSJ)

δειγματοάρτου, ὁ, inspector of the market, POxy.63.8 (ii/iii A.D.), PLond.3.1159.39 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pesador de muestras funcionario litúrgico encargado de pesar muestras de cereales para evitar fraudes τοὺς δειγματοάρτας ... ἀναπέμψαι πρὸς ζυγοστα[σ] ίαν POxy.63.8 (II/III d.C.), cf. PLond.1159.37, 40, BGU 1894.49 (ambos II d.C.).

Greek Monolingual

δειγματοάρτης, ο (Α)
επιθεωρητής, επόπτης της αγοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα (-ατος) + αίρω «υψώνω, σηκώνω»].