δειλαιότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, misery, Sch.Ar.Eq.1148.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
infortunio, desgracia βάλλ' εἰς δειλαιότητα Zen.2.61, Sch.Ar.Eq.1151D.

German (Pape)

[Seite 536] ητος, ἡ, Elend, Schol. Ar. Equ. 1148.

Greek (Liddell-Scott)

δειλαιότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, ἐλεεινότης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1148.

Greek Monolingual

δειλαιότης, η (Α) δείλαιος
δυστυχία, αθλιότητα.