Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δειροτομώ
Greek Monolingual
δειροτομῶ (-έω) (AM) κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, καρατομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επικό ρ. δειροτομώ προήλθε πιθ. από αμάρτ. δειροτόμος (<δειρή+ -τομος (<τέμνω) και απαντά μόνο στον μέλλοντα και στον αόριστο].