(AM δενδροτομῶ, -έω) δενδροτόμοςκόβω δένδρααρχ.1. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δένδρα της (κυρίως τα καρποφόρα)2. φρ. «δενδροτομῶ νῶτον» — ξυλοκοπώ, δέρνω.