δενδρότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, growth of trees, Suid.

Greek Monolingual

δενδρότης, η (Α)
η αύξηση τών δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον (πρβλ. αδελφότης < αδελφός, και θεότης < θεός)].