ο, η (αρσ. και ο δεξιόχειρας)αυτός που κυρίως χειρίζεται το δεξί χέρι σε κάθε του ενέργεια (φαγητό, παιχνίδι, εργασία).[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + χειρ «χέρι». Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό σύγγραμμα Προμηθεύς.