δεσμίδα

Greek Monolingual

η (AM δεσμίς) δέσμη
μικρή δέσμη (α. «δεσμίδες χαρτιού» β. «δεσμίδες χαρτονομισμάτων» γ. «μίνθης δεσμίδα μικρήν» — ένα μικρό μάτσο δυόσμο)
νεοελλ.
ανατ. «δεσμίδα νευρική» — συστοιχία από νευρικές ίνες συνταγμένες πυκνά και παράλληλα, οι οποίες διαβιβάζουν την κίνηση ή την αίσθηση.