δημεγέρτης

Greek (Liddell-Scott)

δημεγέρτης: -ου, ὁ, ἐγείρων τὸν λαόν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, «ταράκτωρ τῆς πόλεως», Σχολ. Αἰσχύλ. Θήβ. 578.

Greek Monolingual

ο (AM δημεγέρτης, Μ και δημοεγέρτης)
αυτός που εξεγείρει τον λαό, που προκαλεί λαϊκή εξέγερση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + εγείρω].