εξέγερση

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

η (AM ἐξέγερσις) εξεγείρω
νεοελλ.
1. διέγερση, έξαψη («ο λαός βρίσκεται σε εξέγερση»)
2. επανάσταση, ανταρσία («ἐξέγερση κρατουμένων»)
αρχ.-μσν.
1. ξύπνημα
2. η ενέργεια που κάνει κάποιος για να ξυπνήσει άλλον.