εξέγερση
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-Kη (AM ἐξέγερσις) εξεγείρω
νεοελλ.
1. διέγερση, έξαψη («ο λαός βρίσκεται σε εξέγερση»)
2. επανάσταση, ανταρσία («ἐξέγερση κρατουμένων»)
αρχ.-μσν.
1. ξύπνημα
2. η ενέργεια που κάνει κάποιος για να ξυπνήσει άλλον.