εξέγερση

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξέγερσις) εξεγείρω
νεοελλ.
1. διέγερση, έξαψη («ο λαός βρίσκεται σε εξέγερση»)
2. επανάσταση, ανταρσία («ἐξέγερση κρατουμένων»)
αρχ.-μσν.
1. ξύπνημα
2. η ενέργεια που κάνει κάποιος για να ξυπνήσει άλλον.