δημοτικότητα

Greek Monolingual

η
1. το να διάκειται κανείς με συμπάθεια προς τον λαό, το να είναι καταδεχτικός
2. το να είναι κανείς δημοφιλής ή λαοφιλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη].