οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
-έςο προσφιλής, ο αγαπητός στον λαό, δημοφιλής («λαοφιλής κυβερνήτης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημοφιλής, προσφιλής].