η (AM διάζευξις)
1. η διάκριση, η διαφοροποίηση σε δύο ανόμοια ή αντίθετα μέρη
2. το διαζύγιο, η διάλυση του γάμου
αρχ.-μσν.
διάλυση, λύση συμφωνίας, συνθήκης κ.λπ.
αρχ.
1. η αποχή από γυναίκα
2. ο συνδυασμός δύο τετραχόρδων κατά το «διαζευγμένον σύστημα».