αποχή

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποχή) απέχω
το να απέχει κανείς από κάτι, η άρνηση να κάνει κάτι ή να μετάσχει σε κάτι
2. η εγκράτεια
αρχ.
1. διάστημα, απόσταση
2. εξοφλητική απόδειξη.