διάκριμα

English (LSJ)

-ατος, τό, discrete condition, opp. σύγκριμα, συναίρεμα, ἕνωμα, Dam.Pr.53,56.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fil. distinción concreta op. ἕνωμα, συναίρεμα, σύγκριμα Dam.Pr.53, 56.
2 n. de un tipo de peineta para asegurar el peinado Gloss.2.23, 3.33.
3 decreto, Gloss.3.136.