σύγκριμα
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
-ατος, τό,
A body formed by combination, compound, Epicur.Fr.76p.345U. (pl.), Placit.1.15.8, al., Plb.34.5.3, S.E.P.2.24, Sor.1.22, Gal.8.928; anatomical structure, Id.2.899, Philum.Ven.18.2; of the union of body and soul, Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.D.3.11.
2 σύγκριμα μουσικῶν = concert, LXX Si.35(32).(7) 5.
II judgement, decree, ib.1 Ma.1.57, PAmh.2.68.34 (i A.D.), Thd.Da.4.21.
III = σύγκρισις III (interpretation), LXX Da.5.26.
German (Pape)
[Seite 969] τό, das Zusammensetzen, der zusammengesetzte Körper im Gegensatz zum einfachen, ἔκ τινος, Pol. 34, 5, 3 u. Sp., wie Luc. Soloec. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.
Étymologie: συγκρίνω.
Russian (Dvoretsky)
σύγκρῐμα: ατος τό составное тело, сложное образование (ἐκ τῶν πρώτων σωμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σύγκρῐμα: τό, σῶμα σύνθετον, σύγκραμα, Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 24, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 892Α, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 883Α, Πολύβ. 8. 34, 7, Πλούτ. 2. 898D, κλπ. 2) σ. μουσικῶν, μουσικὴ συναυλία, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΕ΄, 5). ΙΙ. ἀπόφασις, κρίσις, αὐτόθι (Α΄ Μακκ. Α΄, 57), πρβλ. Θεοδοτ. Δαν. Δ΄, 21. ΙΙΙ. = σύγκρισις ΙΙΙ, Ἑβδ. (Δαν. Ε΄, 26).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συγκρίνω
νεοελλ.
1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων
2. (πετρογρ.) μέρος της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές
3. ιατρ. παθολογικός στερεός σχηματισμός μέσα σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος
μσν.-αρχ.
σύνθετο σώμα, σύγκραμα
αρχ.
1. ανατομικός σχηματισμός
2. το αποτέλεσμα του συγκρίνω, κρίση, απόφαση
3. ερμηνεία, εξήγηση
4. φρ. «σύγκριμα μουσικῶν» — μουσική συναυλία.
Translations
decree
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman