συναίρεμα

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναίρεμα Medium diacritics: συναίρεμα Low diacritics: συναίρεμα Capitals: ΣΥΝΑΙΡΕΜΑ
Transliteration A: synaírema Transliteration B: synairema Transliteration C: synairema Beta Code: sunai/rema

English (LSJ)

-ατος, τό,
A aggregate, sum, μονάδων Olymp. in Phlb. p.284 S., cf. Dam.Pr.4; total, πυροῦ, σιτικῶν, PTeb.340.5 (iii A.D.), Wessely Karanis p.11, cf. BGU1626 (iii A.D.), PFlor.35.12 (prob. l., v.Arch.Pap.4.430 (ii A.D.)); also συναίρη(μα) θησαυροῦ Ostr.Bodl. iii 157 (ii A.D.).
II = συναίρεσις (contraction, synaeresis) 4, Eust.1447.52.

German (Pape)

[Seite 997] τό, Zusammenziehung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

συναίρεμα: τό, ἕνωσις, ὅτι οὐ τὸ συναίρεμα τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχὴ Ὀλυμπιόδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. 162. ΙΙ. συναίρεσις ΙΙ, Εὐστ. 1447, 52.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και συναίρημα Α συναιρῶ
γραμμ. συναίρεση
αρχ.
1. άθροισμα, ένωση («ὅτι οὐ τὸ συναίρεμα τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχή», Ολυμπ.)
2. σύνολο.