διάνημα

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is spun, a thread, Pl.Plt. 309b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό entramado fig., Pl.Plt.309b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.

German (Pape)

τό, das Gespinnst, der Faden, Plat. Polit. 309b.

Russian (Dvoretsky)

διάνημα: ατος τό νέω III] нити, пряжа Plat.

Greek (Liddell-Scott)

διάνημα: τὸ κλωσθέν, κλωστή, νῆμα, Πλάτ. Πολιτ. 309Β.

Greek Monolingual

διάνημα, το (Α) διανέω
1. η κλώση, το κλώσιμο
2. η κλωστή, το νήμα.