διάνθιση
Greek Monolingual
η (Α διάνθισις) διανθίζω
1. ανθοστόλισμα, διακόσμηση με άνθη
2. εμπλουτισμός λόγου με ωραίες εκφράσεις και ρητορικά σχήματα.
η (Α διάνθισις) διανθίζω
1. ανθοστόλισμα, διακόσμηση με άνθη
2. εμπλουτισμός λόγου με ωραίες εκφράσεις και ρητορικά σχήματα.