διάρρησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, explicit enactment, Pl.Lg.932e, dub. in Leg.Gort.9.36.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. δι<αρ>ρε̄́σιος ICr.4.72.9.36 (Gortina V a.C.)]
1 explicación precisa ἐπίσχουσιν τὴν διάρρησιν Pl.Lg.932e, cf. Poll.2.128.
2 jur., prob. compromiso verbal δι<αρ>ρε̄́σιος μαίτυρες ... ἀποπονιόντον ICr.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
διάρρησις: -εως, ἡ, σαφὴς ἐξήγησις, ὁρισμὸς σαφής, Πλάτ. Νόμ. 932Ε.
German (Pape)
ἡ, ausdrückliche Bestimmung, Plat. Legg. XI.932e.
Russian (Dvoretsky)
διάρρησις: εως ἡ точное определение, ясное изложение Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάρρησις -εως, ἡ [διά, ῥῆσις] volledige bespreking.