διάσκεψη

Greek Monolingual

, η (AM διάσκεψις, -εως)
λεπτομερής διερεύνηση θέματος
νεοελλ.
συνδιάσκεψη, σύσκεψη αντιπροσώπων για συζήτηση θεμάτων και λήψη αποφάσεων
αρχ.
πληθ. αι διασκέψεις
τα αντικείμενα τών συζητήσεων.