-εως, ἡ, v.l. for διάφευξις (q.v.).
ἡ, = διάφευξις, Plut. T.Gracch. 5, l.d.
διάφῠξις: εως ἡ Plut. v.l. = διάφευξις.
διάφυξις: -εως, ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ -φευξις (ὅ ἴδε).
διάφυξις, η (Α)διάφευξις.