διάφευξις

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφευξις Medium diacritics: διάφευξις Low diacritics: διάφευξις Capitals: ΔΙΑΦΕΥΞΙΣ
Transliteration A: diápheuxis Transliteration B: diapheuxis Transliteration C: diafefksis Beta Code: dia/feucis

English (LSJ)

-εως, ἡ, escaping, means of escape, Th.3.23, J.AJ17.10.7, Plu.TG5 (v.l. διάφυξις), D.C.40.32; avoidance, Phld.Rh.1.192S.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 huida ἐγένετο δὲ καὶ ἡ δ. αὐτοῖς Th.3.23, ἡ τοῦ Ἀμβιόριγος δ. D.C.40.32.3, τὴν διάφευξιν ποιήσασθαι D.C.49.17.3.
2 escapatoria δ. τε οὐκ ἦν τοῖς πᾶσιν I.AI 17.282, τόποι χαλεποὶ καὶ διάφευξιν οὐκ ἔχοντες Plu.TG 5, cf. 2.554d, ἐκ λογισμοῦ καὶ σοφίας δ. Plu.TG 2.977e.
3 c. gen. obj. hecho de evitar, evitación προσαγορεύων τὴν διάφευξιν αὐτῶν (los rasgos de dicción incorrecta) ὀρθοέπειαν Phld.Rh.1.192.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
moyen de fuir, de s'échapper.
Étymologie: διαφεύγω.

German (Pape)

ἡ, das Entfliehen, Entkommen; γίγνεται Thuc. 3.23, und Sp., wie DC. 40.32.

Russian (Dvoretsky)

διάφευξις: εως ἡ возможность (у)бежать (ἐγένετο ἡ δ. τινι Thuc.; οὐδεμία ἐκ λογισμοῦ δ. Plut.): διάφευξιν - v.l. διάφυξιν - οὐκ ἔχειν Plut. не предоставлять возможностей к бегству, не иметь выхода.

Greek (Liddell-Scott)

διάφευξις: -εως, ἡ, διαφυγή, μέσα πρὸς διαφυγήν, Θουκ. 3. 23, καὶ (μετὰ διαφ. γραφ. διάφυξις) Πλούτ. Τ. Γράκχ. 5.

Greek Monolingual

διάφευξις και διάφυξις (Α)
διαφυγή, μέσα για διαφυγή.

Greek Monotonic

διάφευξις: -εως, ἡ, διαφυγή, τρόπος διαφυγής, απόδρασης, σε Θουκ.

Middle Liddell

διάφευξις, εως n [from διαφεύγω
an escaping, means of escape, Thuc.

Lexicon Thucydideum

fuga, effugium, flight, escape, 3.23.2 (de Plataeensibus concerning the Plataeans).