διέραμαι
English (LSJ)
love passionately, c. gen., f.l. in Pl.Ax.370b (cf. διαίρω).
Russian (Dvoretsky)
διέραμαι: страстно любить (τινος Plat. v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
διέραμαι: ἀποθ., ἀγαπῶ ἐμπαθῶς ἢ ἐμμανῶς, μετὰ γεν., Πλάτ. Ἀξ. 370Β.
love passionately, c. gen., f.l. in Pl.Ax.370b (cf. διαίρω).
διέραμαι: страстно любить (τινος Plat. v.l.).
διέραμαι: ἀποθ., ἀγαπῶ ἐμπαθῶς ἢ ἐμμανῶς, μετὰ γεν., Πλάτ. Ἀξ. 370Β.