διίφιλος

English (Autenrieth)

dear to Zeus; epith. of heroes, once of heralds, Il. 8.517, and once of Apollo, Il. 1.86.

Greek Monolingual

διίφιλος, -ον (Α)
ο αγαπητός στον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διίφιλος αντί διFείφιλος < διFει αρχ. δοτ. / τοπική του ονόμ. Ζευς (γεν. Διός) + φίλος (βλ. και διιπετής)].