διαγανάκτησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, great indignation, Ph.2.178, Plu.Mar.16(pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 gran indignación ὑπὸ τῆς νομίμου διαγανακτήσεως Ph.2.178, c. gen. subjet. διαγανακτήσεις τῶν στρατιωτῶν Plu.Mar.16.
2 irritación causada en el recién nacido por el corte del cordón, Sor.58.19.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, heftiger Unwille, Plut. Mar. 16.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
transport d'indignation.
Étymologie: διαγανακτέω.

Russian (Dvoretsky)

διᾰγᾰνάκτησις: εως ἡ сильное негодование, страшный гнев Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγᾰνάκτησις: -εως, ἡ μεγάλη ἀγανάκτησις, Πλούτ. Μαρ. 16.

Greek Monotonic

διᾰγᾰνάκτησις: -εως, ἡ, σφοδρή αγανάκτηση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

διᾰγᾰνάκτησις, εως
great indignation, Plut.