διαγανακτέω

English (LSJ)

A to be full of indignation, Lys.Oxy.1606.84, D.27.63, Plu.2.74b, D.S.14.1; πρός τι J.BJ4.4.4.
II Medic., to be severely affected, Antyll. ap. Orib.44.8.1; to be irritated, Sor.1.81, 118.

Spanish (DGE)

1 indignarse fuertemente, mostrar gran indignación πῶς οὐκ ἄξιον διαγανακτεῖν; D.27.63, cf. Lys.Fr.1.4, ψόγου τυγχάνοντες διαγανακτοῦσι D.S.14.1, c. giro prep. πρὸς ἀπόθεσιν τῶν ὅπλων I.BI 4.270, πρὸς ταῦτα Plu.2.74b, διαγανακτῶν πρὸς Αἰγεάτην indignado contra Egeata, A.Andr.Gr.53.11.
2 medic. estar seriamente dañado ὥστε ἢ διαφθαρῆναι μέρος τι αὐτοῦ (ὑμένος) ἢ διαγανακτῆσαι καὶ συμπαθῆσαι Antyll. en Orib.44.5.1
irritarse περιθλώμενα γὰρ τὰ οὖλα διαγανακτεῖ Sor.88.2.

German (Pape)

[Seite 573] sehr zürnen, v.l. bei Dem. 27, 63; Plut. de ad. et. amic. discr. 51.

French (Bailly abrégé)

διαγανακτῶ :
être transporté d'indignation.
Étymologie: διά, ἀγανακτέω.

Russian (Dvoretsky)

διᾰγᾰνακτέω: крайне негодовать, быть в сильном гневе Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγᾰνακτέω: εἶμαι πλήρης ἀγανακτήσεως, Δημ. 833. 17, Πλούτ. 2. 74Α, κτλ.

Greek Monotonic

διᾰγᾰνακτέω: μέλ. -ήσω, είμαι γεμάτος οργή και αγανάκτηση, δυσανασχετώ, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to be full of indignation, Dem.