διαγελώ

Greek Monolingual

(AM διαγελῶ, -άω)
1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω
2. υπομειδιώ, χαμογελώ
(αρχ.-μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει
αρχ.
1. (για καιρό) είμαι αίθριος
2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος.