διακένωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, space, interval, Pall.in Hp.Fract.12.282C.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
espacio, abertura Pall.in Hp.Fract.66.13, Steph.in Hp.Fract.67.8.

Greek Monolingual

διακένωμα, το (Α) κένωμα
κενό, κενός χώρος.