διακονιά
Greek Monolingual
η
1. ζητιανιά, επετεία
2. ελεημοσύνη που δίνεται σε ζητιάνο
3. εκλιπάρηοη που προσιδιάζει σε ζητιάνο
4. (στα μοναστήρια) α) δοχείο
β) ορισμένη ποσότητα τροφής ή κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διακονία. Η λ. διακονιά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την υπηρεσία μοναχών που γύριζαν στα σπίτια και ζητούσαν προσφορές για το μοναστήρι τους, απ' όπου εξελίχθηκε στη σημ. «ζητιανιά, επετεία»].