διακυκάω
English (LSJ)
mix one with another, jumble, ἄνω καὶ κάτω δ. D.18.111, cf. Agath.5.5:—Pass., Id.4.17.
Spanish (DGE)
1 revolver, mezclar en desorden (λόγοι) οὓς οὗτος ἄνω καὶ κάτω διακυκῶν ἔλεγε D.18.111, cf. Cyr.Al.Nest.3.1 (p.57.38), στροβίλων διακυκώντων τὸ πέλαγος Thdt.M.83.745B, cf. Agath.5.5.1, τί τοίνυν διακυκῶν οὐ παύεται τὸν ὀρθὸν ... τῆς πίστεως λόγον; Cyr.Al.Apol.Thdt.5 (p.127.19), cf. Gr.Nyss.Eun.1.140, Hsch.
2 alterar, revolucionar, sembrar el desorden o la confusión en o entre τὸν σύλλογον Thdt.Ep.Sirm.141.38, τὰ πάντα ... ὁ Σατανᾶς Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.5 (p.10.20), en v. pas. ὥστε τοὺς πολεμίους διακυκηθῆναι Agath.4.17.7.
German (Pape)
[Seite 585] durcheinander mengen, verwirren, λόγους, Dem. 18, 111.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κυκάω in wanorde brengen, door elkaar gooien.
Russian (Dvoretsky)
διακῠκάω: перемешивать, перепутывать (λόγους ἄνω καὶ κάτω Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
διακῠκάω: ἀναμιγνύω τι μετά τινος, ἀναταράττω, ἄνω καὶ κάτω δ. Δημ. 263. 19.
Greek Monotonic
διακῠκάω: αναμειγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατεύω, σε Δημ.