διαμιμνήσκομαι (Α)1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου2. μνημονεύω, αναφέρω.
διαμιμνήσκομαι: παρακ. -μέμνημαι, αποθ., διατηρώ ζωντανά στη μνήμη, σε Ξεν.
perf. -μέμνημαιDep. to keep in memory, Xen.