διαμόρφωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A forming, shaping, τῆς ὕλης Plu.2.1023c; ἐμβρύων Ath.Med. ap. Orib.22.9.1.
II gesture, 'business', in acting, Demetr.Eloc.195.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 configuración τῶν ἐμβρύων Ath.Med. en Orib.Inc.16.1, τῆς ὕλης Plu.2.1023c, 1031a, τῶν αἰσθητῶν Procl.in Ti.2.281, cf. in Euc.148.3, διατύπωσις ... καὶ δ. Plu.Alex.72.
2 ademán, gesto en la escena δ. πρὸς τὸν ὑποκριτὴν πεποιημένη Demetr.Eloc.195.

German (Pape)

[Seite 590] ἡ, Gestaltung, καὶ διατύπωσις ἀνδρείκελος Plut. Alex. 72, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de façonner.
Étymologie: διαμορφόω.

Russian (Dvoretsky)

διαμόρφωσις: εως ἡ образование, формирование (τῆς ὕλης Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμόρφωσις -εως, ἡ [διαμορφόω] omvorming.

Greek (Liddell-Scott)

διαμόρφωσις: -εως, ἡ, μόρφωσις, σχηματισμός, πλάσις, Πλούτ. 2. 1023C· - τὸ ὕφος, χαρακτὴρ ῥητορείας, Δημήτρ. Φαλ. 199.