διανέομαι

German (Pape)

[Seite 592] durchgehen, διανεύμενος ἔργα σαοφροσύνης Christodor. in Anth. II, 34.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
traverser, parcourir.
Étymologie: διά, νέομαι.

Russian (Dvoretsky)

διανέομαι: пробегать, бегло просматривать (ἔργα, sc. Εὐριπίδου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

διανέομαι: διέρχομαί τι ἔργα Ἀνθ. Π. 2. 34.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. διανεύμενος]
ir hasta el fondo, fig. dedicarse fervientemente a c. ac. ἔργα σαοφροσύνης διανεύμενος AP 2.34 (Christod.).

Greek Monotonic

διανέομαι: Παθ., διέρχομαι, διαπερνώ, σε Ανθ.

Middle Liddell

Pass. to go through, Anth.