διαπεραίωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A carrying over, Sch.Th.3.76.
II crossing over, Marcian.Peripl.1.44 (pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 paso, travesía τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης Epiph.Const.Anc.110.9, marítima, Marcian.Peripl.1.44, Lyd.Mag.2.14
transporte marítimo, glos. a διακομιδή Sch.Th.3.76
recorrido τῶν ἄστρων Sch.Hes.Th.377b.
2 curso, transcurso τοῦ χρόνου Sch.Hes.Th.282.

German (Pape)

[Seite 594] ἡ, das Übersetzen, Überfahren; erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεραίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς τὸ πέραν μεταβίβασις, Σχόλ. Θουκ. 3. 16. ΙΙ. ἡ εἰς τὸ πέραν μετάβασις, διάβασις, Ἄνν. Κομν. 10, σ. 274.