transporte
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Spanish > Greek
ἄρσις, εἰσφορά, ἀχθοφόρημα, ἀνάθεσις, ἐνθουσίασις, ἐξαποστολή, ἐκκομιδή, ἀναβολή, διαπομπή, διαπεραίωσις, ἀγωγή, διαγωγή, διακομιδή, ἀνακομιδή, ἀγή, διαπόρθμευσις