διακομιδή
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
English (LSJ)
Dor. διακομιδά, ἡ,
A carrying over, τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76.
II (from Pass.) passage, voyage, ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον SIG581.23 (Crete, ii B.C.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά ICr.3.3A.23 (Hierapitna II a.C.)
transporte c. gen. obj., gener. ref. superficies acuáticas τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76, εἰς Ῥώμην τοῦ σίτου SEG 34.558.39 (Larisa II a.C.), cf. Plb.4.10.4, τῶν θηρίων Plb.3.45.6, τῶν ξύλων dud. en PLille 25.3 (III a.C.)
•envío τῶν στρατιωτικῶν ἀννώνων SB 9597.3 (IV d.C.), de una carta, Synes.Ep.19, Basil.Ep.198.1
•traslado sólo c. giro prep., por mar ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον ICr.l.c., por tierra εἰς Αἴγυπτον Eus.DE 9.3 (p.409).
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, das Hinüberfahren, Übersetzen, ἡ τῶν ἀνδρῶν εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 76.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
transport.
Étymologie: διακομίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακομιδή -ῆς, ἡ [διακομίζω] transport.
Russian (Dvoretsky)
διακομῐδή: ἡ переправа, перевозка, доставка (τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
διακομῐδή: ἡ, ἡ μετακόμισις, μεταβίβασις, τινὸς εἰς τόπον Θουκ. 3. 76.
Greek Monolingual
η (Α διακομιδή) διακομίζω
μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση
νεοελλ.
φρ. «διακομιδή τραυματιών» — η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν.
Middle Liddell
διακομῐδή, ἡ,
a carrying over, τινὸς εἰς τόπον Thuc.