διασαφώ
Greek Monolingual
και διασαφηνίζω (AM διασαφῶ, -έω, διασαφηνίζω
Α και διασαφηνῶ, -έω)
1. καθιστώ κάτι σαφές, δείχνω φανερά
2. εκθέτω ή αποδεικνύω κάτι με σαφήνεια.
και διασαφηνίζω (AM διασαφῶ, -έω, διασαφηνίζω
Α και διασαφηνῶ, -έω)
1. καθιστώ κάτι σαφές, δείχνω φανερά
2. εκθέτω ή αποδεικνύω κάτι με σαφήνεια.