διαφέρον
Greek Monolingual
το (ουδ. μτχ. εν. ως ουσ.) (ΑΝ)
το σημείο διαφοράς ενός πράγματος από άλλο
νεοελλ.
ό,τι ενδιαφέρει, προκαλεί προσοχή, ενδιαφέρον
μσν.
αποζημίωση, τιμωρία («ἡ περὶ βίας ἀγωγὴ τετραπλασιάζεται εἰς τὸ διαφέρον», Κων / νος Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος)
αρχ.
1. συμφέρον («περὶ μεγίστων δὴ τῶν διαφερόντων βουλεύεσθαι», Θουκ.)
2. στον πληθ. τα διαφέροντα
σημείο διαφοράς στον χαρακτήρα («καὶ μεγάλων τῶν διαφερόντων καθεστώτων», Θουκ.).