διμνααῖος

English (LSJ)

α, ον, paid at the rate of two minae, ὁμιληταί Them.Or.23.290c.

Greek Monolingual

διμνααίος, -α, -ον (Α)
αυτός που παίρνει ως αμοιβή ή μισθό δύο μνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μνααίος < μνά-α, μνα].

German (Pape)

διμναῖος.