διμνααίος

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

διμνααίος, -α, -ον (Α)
αυτός που παίρνει ως αμοιβή ή μισθό δύο μνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μνααίος < μνά-α, μνα].