διμνααίος

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

διμνααίος, -α, -ον (Α)
αυτός που παίρνει ως αμοιβή ή μισθό δύο μνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μνααίος < μνά-α, μνα].