διοκωχή

English (LSJ)

ἡ, = διοχή, cessation, Th.3.87; esp. armistice, D.C.39.47, etc.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
cese ἐγένετο δέ τις ὄμως διοκωχή en la peste, Th.3.87
en las armas tregua διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

att. c. διακωχή.

German (Pape)

ἡ, v.l. für διακωχή.

Russian (Dvoretsky)

διοκωχή: ἡ Thuc. = διακωχή.

Greek (Liddell-Scott)

διοκωχή: ἡ, =διοχή, παῦσις, Θουκ. 3. 87· ἴδε ἀνοκωχή, Δίων Κ. 39. 47, κτλ. -Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.

Greek Monolingual

διοκωχή, η (Α) οκωχή
προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή.

Greek Monotonic

διοκωχή: ἡ (διέχω), παύση, σε Θουκ.

Middle Liddell

διοκωχή, ἡ, n διέχω
a cessation, Thuc.