διπλωτής

Greek Monolingual

ο (θηλ. διπλώτρια, η) διπλώνω
εργάτης που ασχολείται με το δίπλωμα υφασμάτων, χαρτιού κ.λπ., αυτός που διπλώνει (έντυπα κ.λπ.) σε ορισμένο σχήμα.