διπλώνω

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

(AM διπλῶ, -όω) διπλούς
1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη
2. διπλασιάζω
νεοελλ.
1. τυλίγω, περιτυλίγω
2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω
αρχ.
1. επαναλαμβάνω μια πράξη
2. πολλαπλασιάζω επί δύο
3. πληρώνω τα διπλά.