δισσογονώ

Greek Monolingual

δισσογονῶ και διττογονῶ (-έω) (Α)
γεννώ με δύο τρόπους, είμαι και ζωοτόκος και ωοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γονώ < -γονος < γίγνομαι.