Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
διώχνω
Greek Monolingual
και διώχτω βλ.διώκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. διώχνω μεταπλασμένος ενεστώτας <εδίωξα, αόρ. του διώκω, κατά τα ρήματα σε -νω (πρβλ. δείχνω-έδειξα, ψάχνω-έψαξα) ο τ. διώχτω αναλογικά προς τα σκάφτω, ράφτω].