δμώιος: -ον, δουλικός, βρέφος Ἀνθ. Π. 9. 407.
-ονservil, hijo de esclava, βρέφος AP 9.407 (Antip.Thess.).
δμώιος, -ον (Α)δουλικός («δμώιον βρέφος» — δουλάκι, βρέφος δούλων).[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο και μτγν. επίθ. του δμως].
δμώϊος, ον adj [from δμώςin servile condition, βρέφος Anth.