δμώς

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δμώς Medium diacritics: δμώς Low diacritics: δμως Capitals: ΔΜΩΣ
Transliteration A: dmṓs Transliteration B: dmōs Transliteration C: dmos Beta Code: dmw/s

English (LSJ)

ωός, ὁ, (δαμάω) slave taken in war, δμώων οὕς… ληΐσσατο δῖος Ὀδυσσεύς (cf. δμωή) Od.1.398: generally, slave, τεῦ δμώς εἰς ἀνδρῶν; 24.257: mostly in plural, κτῆσιν ἐμὴν δμῶάς τε Il.19.333: dat. pl. δμώεσσι Od.6.71, etc.—Once in S.Ant.578; freq. in E., Med.188 (lyr.), al., but not found in Prose.

Spanish (DGE)

-ωός, ὁ
• Morfología: [tb. gen. -ῶος; plu. dat. δμώεσσι(ν) Hes.Op.502]
criado, siervo frec. plu., en régimen de esclavitud, vinculados al patrimonio κτῆσιν ἐμὴν δμωάς τε καὶ ... δῶμα Il.19.333, Od.7.225, δμῶ' ἐμόν, ὅν μοι δῶκε πατήρ Od.4.736, θῆτες τε καὶ δμῶες Od.4.644, τέκνα ἢ δάνεια ἢ ... δμῶες ἢ γάμοι Hp.Ep.17.4, conseguido por derecho de conquista οἴκοιο ἄναξ ἔσομ' ἡμετέροιο καὶ δμώων Od.1.398, utilizado como servidor doméstico τιν' ἄλλον δμώων, οἳ κατὰ δώματ' Ὀδυσσῆος Od.17.402, 18.417, δμῶες οἳ κατ' οἶκόν ἐστε Λαμάχου paród. en Ar.Ach.1174, cf. 887, ἐξαπάειρον δμῶες recogían (las mesas) los criados Philox.Leuc.(b) 40, δμωσὶν ἀμοιβαίοισιν con servidores que se turnaban (para un trabajo que debe hacerse rápidamente), Nonn.D.18.97, en labores del campo δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες Od.17.299, cf. 24.210, ἅρπας τε χαρασσέμεναι καὶ δμῶας ἐγείρειν afilar las hoces y despertar a los criados Hes.Op.573, cf. 459, 502, Fr.272.4, δμῶας καὶ ποιμένας Hes.Sc.39, como asistente en preparativos bélicos ἕζετ' ... ἐπὶ δίφρον ...· ἐς δ' ἄρα καὶ τὼ δμῶε ἴτην θείου Ὀδυσῆος Od.21.244, cf. 22.114, 24.219, Orph.A.788, cf. Q.S.5.553
en reflexiones sobre su carácter δμῶες ἀκόλαστον ἔχουσιν ἦθος Critias B 6.13, cf. Hp.Ep.12, A.R.1.261, δμωῶν ἔξοχα πιστότατε SEG 36.367 (Esparta III d.C.), sobre el trato y aspecto χεῖμα μὲν εὕδει ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ ἐν κόνι ἄγχι πυρός de la situación de abandono de Laertes Od.11.190, γλυκὺς ἴσθι καὶ ... ἀπηνὴς ... δμωσίν sé dulce y duro para tus criados Thgn.302, δέργμα λεαίνης ἀποταυροῦται δμωσίν lanza a sus criados una mirada de leona E.Med.188, ἄνστατε, δμῶες ταλασίφρονες Theoc.24.50, δμωὶ δέμας εἰκυῖα pareciendo por su aspecto un siervo Orph.A.1333, cf. Orph.L.41, merecedor del látigo AP 7.425 (Antip.Sid.)
gener. esclavo ἢ Βάκχον ἑλεῖν ἢ δμῶα τελέσσαι o matar a Baco o hacerlo esclavo Nonn.D.36.390
usos derivados: de un autor trágico δμῶα Διωνύσου Φανόστρατον Eleg.Alex.Adesp.Halic.51, de un niño de tres años νηπίαχος δ. por ser hijo de siervos AP 7.632 (Diod.)
de un sacerdote Ἀσκληπιοῦ δ. IG 22.3640 (II d.C.), en sent. relig. crist. δμωὶ τεῷ a tu siervo, AP 1.23 (Marin.).
• Etimología: Quizá deriv. de δόμος en grado ø c. suf. *dm-eH3-; es menos probable su rel. c. δάμνημι q.u.

French (Bailly abrégé)

ωός (ὁ) :
gén. pl. δμώων;
1 propr. captif de guerre ; esclave;
2 p. ext. esclave, serviteur en gén.
Étymologie: R. Δαμ, v. δάμνημι et δαμάω.

German (Pape)

δμῳός, ὁ, der Sklave, poët., = pros. δοῦλος, von δαμάω, Apoll. Lex. Hom. p. 59.19 Δμῶες δοῦλοι, ἀπὸ τοῦ δεδμῆσθαι καὶ ὑποτετάχθαι; zunächst wohl der im Kampfe Bezwungene und zum Sklaven Gemachte, Od. 1.398; sodann ganz allgemeinSklave, ohne Rücksicht auf die Art des Erwerbs. Od. 24.210 δμῶες ἀναγκαῖοι; 4.644 τίνες αὐτῷ κοῦροι ἕποντ'; Ἰθάκης ἐξαίρετοι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ θῆτές τε δμῶές τε, Scholl. Aristonic. σημειοῦνταί τινες, ὅτι διέστειλε τοὺς θῆτας ἀπὸ τῶν δμώων. θῆτες γὰρ λέγονται οἱ ἐλεύθεροι μέν, μισθῷ δὲ δουλεύοντες, δμῶες δὲ αὐτοὶ οἱ δοῦλοι, παρὰ τὸ δεδμῆσθαι, ὅ ἐστιν ὑποτετάχθαι; Od. 16.305 ist δμῶες ἄνδρες verbunden, im Gegensatze zu den unmittelbar vorher erwähnten (δμωαὶ) γυναῖκες, ἀλλ' οἶοι σα τ' ἐγώ τε γυναικῶν γνώομεν ἰθύν. καί κέ τεο δμώων ἀνδρῶν ἔτι πειρηθεῖμεν, vgl. vs. 316, 318 γυναῖκας (δμωάς) – ἀνδρῶν (δμώων); vs. 305 gab es die var. lect. καί κ' ἐτεοδμώων ἀνδρῶν, Scholl. ὁ δὲ Ἀσκαλωνίτης ἐτεοδμώων, τῶν ἀγαθῶν θεραπόντων. Homerische Formen: nom. sing. δμώς Od. 24.257; acc. δμῶα 4.736; dual. nom. τὼ δμῶε Od. 21.244, 22.114; plur. δμῶες, gen. δμώων, vgl. Herodian. Scholl. Il. 15.105, dativ. δμωσίν Od. 17.389, mehrmals δμώεσσι(ν), acc. δμῶας. In der Ilias findet sich das Wort nur 19.333, κτῆσιν ἐμὴν δμῶάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα, welcher Vers auch Od. 7.225 vorkommt. Aber δμωή erscheint in der Ilias mehrmals. So gab es denn auch Il. 19.333 im Altertume die Lesart δμωάς, wie aus Scholl. B erhellt, ἀρσενικῶς τὸ δμῶας· συνυπακούεται δὲ αὐτῷ καὶ τὸ θηλυκόν; außerdem gab es daselbst noch eine Lesart mit einem Ι, ohne Zweifel δμῳάς (δμωιάς), Scholl. Didym. οὕτως Ἀρίσταρχος δμῶας ἔξω τοῦ Ι. Od. 7.225 las Aristarch in seiner einen Ausgabe δμωάς, in der andern δμῶας, Scholl. Didym. διχῶς, δμωάς καὶ δμῶας. – Soph. Ant. 574; Eur. El. 628 und öfter; der sing. steht Hes. O. 428; Eur. Phoen. frg. IV.2.

Russian (Dvoretsky)

δμώς: δμωόςδάμνημι (dat. pl. δμώεσσι и δμωσί)
1 пленник Hom.;
2 раб, слуга Hom., Hes., Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

δμώς: -ωός, ὁ, (δαμάω) δοῦλος ληφθεὶς ἐν πολέμῳ, αἰχμαλωτισθείς, δμώων, οὓς… ληΐσσατο Ὀδυσσεὺς (πρβλ. δμωή) Ὀδ. Α. 398· - ἀκολούθως καθόλου, δοῦλος, τεῦ δμὼς εἶς ἀνδρῶν; Ὀδ. Ω. 256· ἀλλὰ συνήθ. κατὰ πληθ., κτῆσιν ἐμὴν δμῶάς τε Ἰλ. Τ. 333, καὶ συχνάκις ἐν Ὀδ. μετὰ τοῦ ἄνδρες ἦ ἄνευ αὐτοῦ· δοτ. πληθ. δμώεσσι Ὀδ. Ζ. 71, κτλ.· ὡσαύτως ἐν Σοφ. Ἀντ. 578, καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ., ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται παρὰ πεζοῖς· - ὡσαύτως δμῶος, ὁ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 428.

English (Autenrieth)

ωός (δάμνημι): slave; often by capture in war, Od. 4.644, Od. 16.140; δμῶες ἄνδρες, Od. 12.230.

Greek Monolingual

δμώς (-ωός), ο (Α)
1. δορυάλωτος δούλος
2. δούλος, υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο τ. που έχει πιθ. σχέση με τα αχαϊκά στοιχεία του έπους. Η προέλευση του είναι αβέβαιη. Το πιθανότερο είναι ότι η λ. συνδέεται με το δόμος και ακολουθεί τον σχηματισμό τών πάτρως, ήρως κ.ά., ενώ άλλοι υποστήριξαν τη σχέση με το δάμνημι, πράγμα που οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

δμώς: -ωός, ὁ (δαμάζω), δούλος πολέμου, αιχμάλωτος, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα γενικά, δούλος, στο ίδ., σε Σοφ., Ευρ.· Επικ. δοτ. πληθ., δμώεσσι, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

-ωός
Grammatical information: m.
Meaning: slave, servant (Il.; s. E. Kretschmer Glotta 18, 71f.),
Other forms: also δμῶος (Hes. Op. 430; also Call. Hek. 1, 4, 15 after Gomperz); - f. pl. δμω-ιαί (δμῳαί) slave-women (Il.), sec. sg. δμῳή (Q. S.), for *δμῶ-ι̯α, *δμῳ̃α?; for the accent cf. ἄγυια: ἀγυιαί and Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 118f.; also δμωΐς (A.) and δμωϊάς, δμῳάς (Q. S.).
Compounds: On the compound ὑπο-δμώς δ 386 s. Sommer A. u. Sprw. 26.
Derivatives: Adj. δμώ-ϊος (AP). - Abstract μνώ-ια (μνο-ΐα, μνῴα) serfs in Crete (Str.) with μνωΐτης, μνοΐτης, μνῴτης (Hermon ap. Ath. 6, 267c, Poll.; cf. Redard Les noms grecs en -της 29, Bechtel Dial. 2, 790); on δμ > μν cf. μεσό-μνη < μεσό-δμη; s. Schwyzer 208.
Origin: IE [Indo-European] [198] *dem- house, *dm-ou-s
Etymology: To δόμος house with the same formation as in πάτρως (ōu-stem; Schwyzer 479f,). S. also Fraenkel Glotta 32, 23.

Middle Liddell

n δαμάζω
a slave taken in war, Od.:— then, generally, a slave, Od., Soph., Eur.; epic dat. pl. δμώεσσι Od.

Frisk Etymology German

δμώς: -ωός
{dmṓs}
Forms: thematisch erweitert in δμῶος (Hes. Op. 430; auch Kall. Hek. 1, 4, 15 nach der Ergänzung von Gomperz); — f. pl. δμωιαί (δμῳαί) Sklavinnen (vorw. ep. poet. seit Il.), sekund. sg. δμῳή (Q. S. u. a.) für urspr. *δμῶι̯α, *δμῳ̃α; zum Akzentwechsel vgl. ἄγυια: ἀγυιαί und Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 118f.; auch δμωΐς (A., E. u. a.) und δμωϊάς, δμῳάς (Q. S., Man.).
Grammar: m.
Meaning: Sklave, Knecht (ep. poet. seit Il.; zur Verbreitung E. Kretschmer Glotta 18, 71f.),
Derivative: Adj. δμώϊος (AP). — Abstraktbildung μνωΐα (μνοΐα, μνῴα) Bez. der leibeigenen Bevölkerung in Kreta (Str. u. a.) mit μνωΐτης, μνοΐτης, μνῴτης (Hermon ap. Ath. 6, 267c, Poll.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 29, Bechtel Dial. 2, 790); zur Entwicklung δμ > μν vgl. z. B. μεσόμνη aus μεσόδμη; dazu Schwyzer 208.
Etymology: Von Curtius 232 und anderen zu δάμνημι gezogen; aber vielmehr nach Bréal MSL 7, 448f. zu δόμος Haus mit derselben Bildung wie in πάτρως, ἥρως usw. (ōu-Stamm; Schwyzer 479f,), wodurch Anschluß an aind. dámū-nas- Hausgenosse usw. (s. δόμος) erreicht wird. S. auch Fraenkel Glotta 32, 23. — Zu dem Kompositum ὑποδμώς δ 386 (nicht zu ὑποδαμνημι) s. Sommer A. u. Sprw. 26.
Page 1,402-403

English (Woodhouse)

slave, slave taken in war

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)