δομικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ δομικός, -ή, -όν) δομή
1. αυτός που έχει σχέση με τη δομή, το χτίσιμο («δομικά υλικά», «δομικά σχέδια»)
2. το θηλ. ως ουσ. η δομική
η τέχνη και η επιστήμη του χτισίματος σπιτιών, ναών, γεφυρών κ.λπ.
νεοελλ.
φρ. «δομικές αλλαγές» — ριζικές αλλαγές νομοθετικές, οργανωτικές κ.λπ., σαν να ξαναχτίζουν ένα οικοδόμημα από την αρχή
μσν.
χτιστός, χτισμένος.