[Seite 662] τό, = δοῦπος, Or. Sib.
δούπημα: τό, βρόντημα, κρότος, δ. βροντῶν Χρησμ. Σιβ. 8. 433.
-ματος, τόfragor, retumbo δουπήματα βροντῶν Orac.Sib.8.432.
δούπημα, το (AM)δούπος.