βρόντημα

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρόντημα Medium diacritics: βρόντημα Low diacritics: βρόντημα Capitals: ΒΡΟΝΤΗΜΑ
Transliteration A: bróntēma Transliteration B: brontēma Transliteration C: vrontima Beta Code: bro/nthma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A thunder-clap, A.Pr.993.
II = ἐμβρόντητος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 trueno βροντήματα χθόνια A.Pr.993.
2ἐμβρόντητος Hsch.

German (Pape)

[Seite 464] τό, der Donner, Aesch. Prom. 993.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
coup de tonnerre.
Étymologie: βροντάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρόντημα -ατος, τό βροντάω donderslag.

Russian (Dvoretsky)

βρόντημα: ατος τό удар грома Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

βρόντημα: τό, κρότημα βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 993.

Greek Monolingual

το και βρόντιγμα (AM βρόντημα)
η βροντή
νεοελλ.
1. το χτύπημα από το οποίο παράγεται κρότος («το βρόντημα της πόρτας»)
2. εκτίναξη, ορμητικό τίναγμα καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βρόντημα < βροντώ, ενώ ο τ. βρόντιγμα < βροντίζω].

Greek Monotonic

βρόντημα: -ατος, τό (βροντάω), κρότος της βροντής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

βροντάω
a thunder-clap, Aesch.