βρόντημα
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
-ατος, τό,
A thunder-clap, A.Pr.993.
II = ἐμβρόντητος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 trueno βροντήματα χθόνια A.Pr.993.
2 ὁ ἐμβρόντητος Hsch.
German (Pape)
[Seite 464] τό, der Donner, Aesch. Prom. 993.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
coup de tonnerre.
Étymologie: βροντάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρόντημα -ατος, τό βροντάω donderslag.
Russian (Dvoretsky)
βρόντημα: ατος τό удар грома Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
βρόντημα: τό, κρότημα βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 993.
Greek Monolingual
το και βρόντιγμα (AM βρόντημα)
η βροντή
νεοελλ.
1. το χτύπημα από το οποίο παράγεται κρότος («το βρόντημα της πόρτας»)
2. εκτίναξη, ορμητικό τίναγμα καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βρόντημα < βροντώ, ενώ ο τ. βρόντιγμα < βροντίζω].
Greek Monotonic
βρόντημα: -ατος, τό (βροντάω), κρότος της βροντής, σε Αισχύλ.